- αθαρρεσιά
- η [αθάρρετος]βλ. αθαρρεψιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθάρρετος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, άτολμος, δειλός 2. απρόσμενος, απροσδόκητος «τόν βρήκε αθάρρετο κακό» 3. επιρρ. αθάρρετα και αναθάρρετα άτολμα, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θαρρετός < θαρρώ. ΠΑΡ. αθαρρεσιά] … Dictionary of Greek